Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coltìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kolˈtivo]

1 καλλιεργούμενος
2 καλλιεργημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coltivazione colto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coltivare (ρ. μτβ.)
coltivato (ουσ αρσ )
coltivato (επίθ.)
coltivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coltivazione (θηλ.ουσ)
coltivo (αρσ. επίθ και ουσ)
colto (ουσ αρσ )
colto (επίθ.)
coltre (θηλ.ουσ)
coltro (ουσ αρσ )
coltrone (ουσ αρσ )
coltura (θηλ.ουσ)
colturale (επίθ.)
colubrina (θηλ.ουσ)
colubro (ουσ αρσ )
colui (δεικτ. αντων.)
columbio (ουσ αρσ )
coluro (ουσ αρσ )
colza (θηλ.ουσ)
coma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---