ItalianoGreco


cólto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkolto]

1 σπουδαγμένος
2 μορφωμένος
3 καλλιεργημένος

còlto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔlto]

καλλιεργημένος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---