Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comandaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [komandaˈmento]

1 εντολή
2 διαταγή
3 εξουσία
4 διοίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coma comandante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i dieci comandamenti [αρσ. πλυθ.] = οι Δέκα Εντολές [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colui (δεικτ. αντων.)
columbio (ουσ αρσ )
coluro (ουσ αρσ )
colza (θηλ.ουσ)
coma (ουσ αρσ )
comandamento (ουσ αρσ )
comandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comandare (ρ.αμτβ.)
comandata (θηλ.ουσ)
comandato (επίθ.)
comando (ουσ αρσ )
comare (θηλ.ουσ)
comatoso (επίθ.)
comba (θηλ.ουσ)
combaciamento (ουσ αρσ )
combaciare (ρ.αμτβ.)
combattente (ουσ αρσ και θηλ.)
combattente (επίθ.)
combattentistico (επίθ.)
combattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---