Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


combattentìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kombattenˈtistiko]

ο των αποστράτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combattente combattere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comba (θηλ.ουσ)
combaciamento (ουσ αρσ )
combaciare (ρ.αμτβ.)
combattente (ουσ αρσ και θηλ.)
combattente (επίθ.)
combattentistico (επίθ.)
combattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
combattersi (ρ. μ. αμτβ.)
combattimento (ουσ αρσ )
combattività (θηλ.ουσ)
combattivo (επίθ.)
combattuto (επίθ.)
combinabile (επίθ.)
combinare (ρ.αμτβ.)
combinare (ρ. μτβ.)
combinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
combinata (θηλ.ουσ)
combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---