ItalianoGreco


combinàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kombiˈnare]

1 καταλήγω
2 συμφωνώ
3 συνεργάζομαι

combinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kombiˈnare]

1 (fare) κάνω
2 (organizzare) οργανώνω

combinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kombiˈnarsi]

1 έρχομαι σε συμφωνία
2 συνδυάζομαι
3 καταλήγω σε συμφωνία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


combinare un guaio = τα κάνω θάλασσα, κάνω ζημιά || ha combinato un guaio = το έκανε θάλασσα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---