Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcombustìbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kombusˈtibile] 1 εύφλεκτο υλικό 2 υλικό ανάφλεξης 3 καύσιμη ύλη 4 καύσιμο combustìbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kombusˈtibile] 1 εύφλεκτος 2 καύσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |