Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cóme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkome]

1 μέσα
2 τρόπος

cóme  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [ˈkome]

καθός, ωσάν

cóme  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈkome]

1 σαν, όπως
2 (interrogativo) πώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combutta comecché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bagnarsi come un pulcino = γίνομαι παπί || come è vero Iddio! = όπως σε βλέπω και με βλέπεις! || come se... = σαν να, λές και... || come segue = ως εξής || come si dice in greco? = πώς το λένε στα Ελληνικά; || come si scrive? = πώς γράφεται || come sta? = πώς είστε;, τι κάνετε; || come va? = πως πάει; || dormire come un ghiro = κοιμάμαι βαθειά || faccio come mi pare e piace = κάνω ο, τι μου γουστάρει || Lei come si chiama? = πώς Σας λένε;


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combustibile (επίθ.)
combustibilità (θηλ.ουσ)
combustione (θηλ.ουσ)
combusto (επίθ.)
combutta (θηλ.ουσ)
come (ουσ αρσ )
come (σύνδ.)
come (επίρ.)
comecché (σύνδ.)
comedone (ουσ αρσ )
comento (ουσ αρσ )
cometa (θηλ.ουσ)
comfort (ουσ αρσ πληθ.)
comica (θηλ.ουσ)
comicità (θηλ.ουσ)
comicizzare (ρ. μτβ.)
comico (ουσ αρσ )
comico (επίθ.)
comignolo (ουσ αρσ )
cominciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---