Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcomfort
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmfort] οι άνεσεις permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαi comfort [αρσ. πλυθ.] = οι άνεσεις [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |