Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comiziànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komitˈtsjante]

1 ρήτορας εκ του προχείρου
2 πρόσωπο που συμμετέχει σε πολιτική σύσκεψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comiziale comizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comino (ουσ αρσ )
comitale (επίθ.)
comitato (ουσ αρσ )
comitiva (θηλ.ουσ)
comiziale (επίθ.)
comiziante (ουσ αρσ και θηλ.)
comizio (ουσ αρσ )
comma (ουσ αρσ )
commando (ουσ αρσ )
commedia (θηλ.ουσ)
commediante (ουσ αρσ και θηλ.)
commediografo (ουσ αρσ )
commemorabile (επίθ.)
commemorare (ρ. μτβ.)
commemorativo (επίθ.)
commemorazione (θηλ.ουσ)
commendabile (επίθ.)
commendare (ρ. μτβ.)
commendatario (αρσ. επίθ και ουσ)
commendatizio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---