ItalianoGreco


comiziànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komitˈtsjante]

1 ρήτορας εκ του προχείρου
2 πρόσωπο που συμμετέχει σε πολιτική σύσκεψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---