Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commediànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kommeˈdjante]

1 αγύρτης
2 καραγκιόζης
3 απατεώνας
4 κωμωδός
5 φαιδρό πρόσωπο
6 ηθοποιός τρίτης διαλογής
7 κωμικός
8 κωμικός γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commedia commediografo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comiziante (ουσ αρσ και θηλ.)
comizio (ουσ αρσ )
comma (ουσ αρσ )
commando (ουσ αρσ )
commedia (θηλ.ουσ)
commediante (ουσ αρσ και θηλ.)
commediografo (ουσ αρσ )
commemorabile (επίθ.)
commemorare (ρ. μτβ.)
commemorativo (επίθ.)
commemorazione (θηλ.ουσ)
commendabile (επίθ.)
commendare (ρ. μτβ.)
commendatario (αρσ. επίθ και ουσ)
commendatizio (επίθ.)
commendatore (ουσ αρσ )
commendevole (επίθ.)
commensale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---