Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòmma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmma] 1 παράγραφος 2 κόμμα (στοιχείο στίξεως) 3 όρος (παρενθετικός) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |