Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcommediògrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kommeˈdjɔgrafo] 1 κωμωδοποιός 2 ευθυμογράφος 3 κωμωδιογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |