Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


commediògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kommeˈdjɔgrafo]

1 κωμωδοποιός
2 ευθυμογράφος
3 κωμωδιογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  commediante commemorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comizio (ουσ αρσ )
comma (ουσ αρσ )
commando (ουσ αρσ )
commedia (θηλ.ουσ)
commediante (ουσ αρσ και θηλ.)
commediografo (ουσ αρσ )
commemorabile (επίθ.)
commemorare (ρ. μτβ.)
commemorativo (επίθ.)
commemorazione (θηλ.ουσ)
commendabile (επίθ.)
commendare (ρ. μτβ.)
commendatario (αρσ. επίθ και ουσ)
commendatizio (επίθ.)
commendatore (ουσ αρσ )
commendevole (επίθ.)
commensale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
commensalismo (ουσ αρσ )
commensurabile (επίθ.)
commensurabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---