Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còmica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmika]

1 σκετς κωμικό βωβού κινηματογράφου
2 κόμικς
3 βιβλίο με καρτούν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comfort comicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comecché (σύνδ.)
comedone (ουσ αρσ )
comento (ουσ αρσ )
cometa (θηλ.ουσ)
comfort (ουσ αρσ πληθ.)
comica (θηλ.ουσ)
comicità (θηλ.ουσ)
comicizzare (ρ. μτβ.)
comico (ουσ αρσ )
comico (επίθ.)
comignolo (ουσ αρσ )
cominciamento (ουσ αρσ )
cominciare (ρ. μτβ.)
comino (ουσ αρσ )
comitale (επίθ.)
comitato (ουσ αρσ )
comitiva (θηλ.ουσ)
comiziale (επίθ.)
comiziante (ουσ αρσ και θηλ.)
comizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---