Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cominciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kominˈʧare]

αρχίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cominciamento comino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cominciare a lavorare = πιάνω δουλειά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comicizzare (ρ. μτβ.)
comico (ουσ αρσ )
comico (επίθ.)
comignolo (ουσ αρσ )
cominciamento (ουσ αρσ )
cominciare (ρ. μτβ.)
comino (ουσ αρσ )
comitale (επίθ.)
comitato (ουσ αρσ )
comitiva (θηλ.ουσ)
comiziale (επίθ.)
comiziante (ουσ αρσ και θηλ.)
comizio (ουσ αρσ )
comma (ουσ αρσ )
commando (ουσ αρσ )
commedia (θηλ.ουσ)
commediante (ουσ αρσ και θηλ.)
commediografo (ουσ αρσ )
commemorabile (επίθ.)
commemorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---