Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comìgnolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈmiɲɲolo]

1 καπνοδόχος
2 καμινάδα
3 δοκάρι κορυφής στέγης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comico cominciamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comica (θηλ.ουσ)
comicità (θηλ.ουσ)
comicizzare (ρ. μτβ.)
comico (ουσ αρσ )
comico (επίθ.)
comignolo (ουσ αρσ )
cominciamento (ουσ αρσ )
cominciare (ρ. μτβ.)
comino (ουσ αρσ )
comitale (επίθ.)
comitato (ουσ αρσ )
comitiva (θηλ.ουσ)
comiziale (επίθ.)
comiziante (ουσ αρσ και θηλ.)
comizio (ουσ αρσ )
comma (ουσ αρσ )
commando (ουσ αρσ )
commedia (θηλ.ουσ)
commediante (ουσ αρσ και θηλ.)
commediografo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---