Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòmico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmiko] κωμικός, αστείος còmico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔmiko] κωμικός (-ή, -ό), αστείος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |