Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcombustibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kombustibiliˈta] 1 ικανότητα ανάφλεξης 2 δυνατότητα καύσης 3 ικανότητα καύσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |