Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcombrìccola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [komˈbrikkola] 1 ομάδα κομπιναδόρων 2 σπείρα 3 παρέα 4 ομάδα 5 συμμορία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |