Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


combrìccola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komˈbrikkola]

1 ομάδα κομπιναδόρων
2 σπείρα
3 παρέα
4 ομάδα
5 συμμορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combine comburente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combinata (θηλ.ουσ)
combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)
combine (θηλ.ουσ)
combriccola (θηλ.ουσ)
comburente (ουσ αρσ )
comburente (επίθ.)
combustibile (ουσ αρσ )
combustibile (επίθ.)
combustibilità (θηλ.ουσ)
combustione (θηλ.ουσ)
combusto (επίθ.)
combutta (θηλ.ουσ)
come (ουσ αρσ )
come (σύνδ.)
come (επίρ.)
comecché (σύνδ.)
comedone (ουσ αρσ )
comento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---