Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcombinatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kombinaˈtore] 1 αυτός που συνδυάζει 2 δίσκος τηλεφώνου 3 συσκευή ή διάταξη ελέγχου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |