Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


combinatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kombinaˈtore]

1 αυτός που συνδυάζει
2 δίσκος τηλεφώνου
3 συσκευή ή διάταξη ελέγχου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combinata combinatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combinabile (επίθ.)
combinare (ρ.αμτβ.)
combinare (ρ. μτβ.)
combinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
combinata (θηλ.ουσ)
combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)
combine (θηλ.ουσ)
combriccola (θηλ.ουσ)
comburente (ουσ αρσ )
comburente (επίθ.)
combustibile (ουσ αρσ )
combustibile (επίθ.)
combustibilità (θηλ.ουσ)
combustione (θηλ.ουσ)
combusto (επίθ.)
combutta (θηλ.ουσ)
come (ουσ αρσ )
come (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---