Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comburènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kombuˈrɛnte]

υλικό που υποστηρίζει καύση

comburènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kombuˈrɛnte]

καιγόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combriccola combustibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)
combine (θηλ.ουσ)
combriccola (θηλ.ουσ)
comburente (ουσ αρσ )
comburente (επίθ.)
combustibile (ουσ αρσ )
combustibile (επίθ.)
combustibilità (θηλ.ουσ)
combustione (θηλ.ουσ)
combusto (επίθ.)
combutta (θηλ.ουσ)
come (ουσ αρσ )
come (σύνδ.)
come (επίρ.)
comecché (σύνδ.)
comedone (ουσ αρσ )
comento (ουσ αρσ )
cometa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---