Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


combattùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kombatˈtuto]

1 αμήχανος
2 διστακτικός
3 ακαταστάλακτος
4 αμφιταλαντευόμενος
5 μετέωρος
6 παλίμβουλος
7 διφορούμενος
8 δίβουλος
9 τεθλιμμένος
10 στενοχωρημένος
11 αβέβαιος
12 επισφαλής
13 αναποφάσιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combattivo combinabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
combattersi (ρ. μ. αμτβ.)
combattimento (ουσ αρσ )
combattività (θηλ.ουσ)
combattivo (επίθ.)
combattuto (επίθ.)
combinabile (επίθ.)
combinare (ρ.αμτβ.)
combinare (ρ. μτβ.)
combinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
combinata (θηλ.ουσ)
combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)
combine (θηλ.ουσ)
combriccola (θηλ.ουσ)
comburente (ουσ αρσ )
comburente (επίθ.)
combustibile (ουσ αρσ )
combustibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---