Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcombattività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kombattiviˈta] 1 μαχητικότητα 2 κατάσταση ετοιμότητας για μάχη 3 ετοιμοπόλεμη κατάσταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |