Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


combattìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kombatˈtivo]

1 μαχόμενος
2 εχθρικός ή μαχητικός
3 επιθετικός
4 εμπόλεμος
5 ετοιμοπόλεμος
6 μάχιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  combattività combattuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

combattentistico (επίθ.)
combattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
combattersi (ρ. μ. αμτβ.)
combattimento (ουσ αρσ )
combattività (θηλ.ουσ)
combattivo (επίθ.)
combattuto (επίθ.)
combinabile (επίθ.)
combinare (ρ.αμτβ.)
combinare (ρ. μτβ.)
combinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
combinata (θηλ.ουσ)
combinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
combinatorio (επίθ.)
combinazione (θηλ.ουσ)
combine (θηλ.ουσ)
combriccola (θηλ.ουσ)
comburente (ουσ αρσ )
comburente (επίθ.)
combustibile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---