Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


comandànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [komanˈdante]

1 διοικητής στρατιωτικός
2 λιμενάρχης
3 κυβερνήτης πλοίου
4 αρχιπλοίαρχος πολεμικού ναυτικού
5 αρχηγός
6 ηγέτης
7 κυβερνήτης αεροσκάφους
8 διοικητής
9 διοικών αξιωματικός
10 καπετάνιος (εμπορικού πλοίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  comandamento comandare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

columbio (ουσ αρσ )
coluro (ουσ αρσ )
colza (θηλ.ουσ)
coma (ουσ αρσ )
comandamento (ουσ αρσ )
comandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comandare (ρ.αμτβ.)
comandata (θηλ.ουσ)
comandato (επίθ.)
comando (ουσ αρσ )
comare (θηλ.ουσ)
comatoso (επίθ.)
comba (θηλ.ουσ)
combaciamento (ουσ αρσ )
combaciare (ρ.αμτβ.)
combattente (ουσ αρσ και θηλ.)
combattente (επίθ.)
combattentistico (επίθ.)
combattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
combattersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---