Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còlza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔltsa]

1 ελαιοκράμβη brassica napus
2 σπόρος λαχανικού σαν μπρόκολου ή λάχανου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coluro coma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colubrina (θηλ.ουσ)
colubro (ουσ αρσ )
colui (δεικτ. αντων.)
columbio (ουσ αρσ )
coluro (ουσ αρσ )
colza (θηλ.ουσ)
coma (ουσ αρσ )
comandamento (ουσ αρσ )
comandante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
comandare (ρ.αμτβ.)
comandata (θηλ.ουσ)
comandato (επίθ.)
comando (ουσ αρσ )
comare (θηλ.ουσ)
comatoso (επίθ.)
comba (θηλ.ουσ)
combaciamento (ουσ αρσ )
combaciare (ρ.αμτβ.)
combattente (ουσ αρσ και θηλ.)
combattente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---