Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòlubro, colùbro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔlubro], [koˈlubro] 1 φίδι 2 όφις 3 φίδι μη δηλητηριώδες 4 σερπετό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |