Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coltivazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koltivatˈtsjone]

1 καλλιεργούμενη γαία
2 φυτεία για συγκομιδή
3 γεωργική εκμετάλλευση
4 καλλιέργειες
5 όργωμα
6 καλλιέργεια
7 ανάπτυξη
8 γεωργική εργασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coltivatore coltivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coltivabilità (θηλ.ουσ)
coltivare (ρ. μτβ.)
coltivato (ουσ αρσ )
coltivato (επίθ.)
coltivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coltivazione (θηλ.ουσ)
coltivo (αρσ. επίθ και ουσ)
colto (ουσ αρσ )
colto (επίθ.)
coltre (θηλ.ουσ)
coltro (ουσ αρσ )
coltrone (ουσ αρσ )
coltura (θηλ.ουσ)
colturale (επίθ.)
colubrina (θηλ.ουσ)
colubro (ουσ αρσ )
colui (δεικτ. αντων.)
columbio (ουσ αρσ )
coluro (ουσ αρσ )
colza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---