Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coltellàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koltelˈlata]

1 σουβλιά πόνου
2 μαχαιριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coltellame coltelleria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colposo (επίθ.)
colt (θηλ.ουσ)
coltella (θηλ.ουσ)
coltellaccio (ουσ αρσ )
coltellame (ουσ αρσ )
coltellata (θηλ.ουσ)
coltelleria (θηλ.ουσ)
coltelliera (θηλ.ουσ)
coltellinaio (ουσ αρσ )
coltellino (ουσ αρσ )
coltello (ουσ αρσ )
coltivabile (επίθ.)
coltivabilità (θηλ.ουσ)
coltivare (ρ. μτβ.)
coltivato (ουσ αρσ )
coltivato (επίθ.)
coltivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coltivazione (θηλ.ουσ)
coltivo (αρσ. επίθ και ουσ)
colto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---