Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colpóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kolˈposo], [kolˈpozo]

1 ένοχος από αμέλεια
2 ένοχος εξ αμελείας
3 αξιοκατάκριτος
4 χωρίς προμελετημένη μοχθηρία (προσχεδιασμένη)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colposcopia colt  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colpevolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
colpevolizzare (ρ. μτβ.)
colpire (ρ. μτβ.)
colpo (ουσ αρσ )
colposcopia (θηλ.ουσ)
colposo (επίθ.)
colt (θηλ.ουσ)
coltella (θηλ.ουσ)
coltellaccio (ουσ αρσ )
coltellame (ουσ αρσ )
coltellata (θηλ.ουσ)
coltelleria (θηλ.ουσ)
coltelliera (θηλ.ουσ)
coltellinaio (ουσ αρσ )
coltellino (ουσ αρσ )
coltello (ουσ αρσ )
coltivabile (επίθ.)
coltivabilità (θηλ.ουσ)
coltivare (ρ. μτβ.)
coltivato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---