ItalianoGreco


cólpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkolpo]

1 (percossa) το χτύπημα
2 (urto) το σπρώξιμο
3 (di pistola) η πιστολιά
4 (sparo) η βολή
5 (rapina) η ληστεία
6 medicina το εγκεφαλικό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


colpo [αρσ.] d'aria = η ριπή αέρος || colpo [αρσ.] di fulmine = ο κεραυνοβόλος έρωτας || colpo [αρσ.] di telefono = το τηλεφώνημα || di colpo = ξαφνικά || ha avuto un colpo di fortuna = του 'φεξε



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---