Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈlore]

το χρώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colorazione coloreria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a colori = έγχρωμος [-η, -ο] || fotografia [θηλ.] a colori = η έγχρωμη φωτογραφία || persona [θηλ.] di colore = ο έγχρωμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )
colorimetria (θηλ.ουσ)
colorimetro (ουσ αρσ )
colorire (ρ. μτβ.)
colorirsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorista (ουσ αρσ και θηλ.)
coloristico (επίθ.)
colorito (ουσ αρσ )
colorito (επίθ.)
coloritore (αρσ. επίθ και ουσ)
coloritura (θηλ.ουσ)
coloro (δεικτ. αντων.)
colossale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---