Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coloràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrare]

1 χρωματίζω
2 χρωματίζω ελαφρά
3 μπογιαντίζω
4 βάφω

coloràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrarsi]

1 χρωματίζω
2 κοκκινίζω από ντροπή ή σύγχυση
3 έχω ευχάριστο φρέσκο χρώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colorante colorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colonnina (θηλ.ουσ)
colono (ουσ αρσ )
colorabile (επίθ.)
colorante (ουσ αρσ και θηλ.)
colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )
colorimetria (θηλ.ουσ)
colorimetro (ουσ αρσ )
colorire (ρ. μτβ.)
colorirsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorista (ουσ αρσ και θηλ.)
coloristico (επίθ.)
colorito (ουσ αρσ )
colorito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---