Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolorazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koloratˈtsjone] 1 χροιά 2 βάψιμο 3 χρώμα 4 χρωματισμός 5 χρωματικός τόνος 6 απόχρωση 7 ελαφρός χρωματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |