ItalianoGreco


colorìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrito]

1 ζωντάνια
2 χροιά
3 σφρίγος
4 ζωηρότητα
5 γραφικότητα
6 γενική εικόνα ή εντύπωση
7 λαμπρότητα χρώματος

colorìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrito]

1 χρωματιστός
2 ρόδινος
3 έγχρωμος
4 έντονα χρωματισμένος
5 ζωηρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---