Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colorifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koloriˈfiʧo]

1 χρωματοποιία
2 χρωματοποιείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coloreria colorimetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )
colorimetria (θηλ.ουσ)
colorimetro (ουσ αρσ )
colorire (ρ. μτβ.)
colorirsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorista (ουσ αρσ και θηλ.)
coloristico (επίθ.)
colorito (ουσ αρσ )
colorito (επίθ.)
coloritore (αρσ. επίθ και ουσ)
coloritura (θηλ.ουσ)
coloro (δεικτ. αντων.)
colossale (επίθ.)
colosseo (ουσ αρσ )
colosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---