Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolorifìcio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koloriˈfiʧo] 1 χρωματοποιία 2 χρωματοποιείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |