Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colorànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrante]

1 βαφική
2 χρωστική

colorànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koloˈrante]

1 χρωστικός
2 βαφικός
3 χρωματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colorabile colorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colonnato (επίθ.)
colonnello (ουσ αρσ )
colonnina (θηλ.ουσ)
colono (ουσ αρσ )
colorabile (επίθ.)
colorante (ουσ αρσ και θηλ.)
colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )
colorimetria (θηλ.ουσ)
colorimetro (ουσ αρσ )
colorire (ρ. μτβ.)
colorirsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorista (ουσ αρσ και θηλ.)
coloristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---