Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colonnàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolonˈnato]

1 πρόναος
2 κιονοστοιχία

colonnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kolonˈnato]

ο με κιονοστοιχίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colonnare colonnello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colonizzare (ρ. μτβ.)
colonizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
colonizzazione (θηλ.ουσ)
colonna (θηλ.ουσ)
colonnare (επίθ.)
colonnato (ουσ αρσ )
colonnato (επίθ.)
colonnello (ουσ αρσ )
colonnina (θηλ.ουσ)
colono (ουσ αρσ )
colorabile (επίθ.)
colorante (ουσ αρσ και θηλ.)
colorante (επίθ.)
colorare (ρ. μτβ.)
colorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
colorato (επίθ.)
colorazione (θηλ.ουσ)
colore (ουσ αρσ )
coloreria (θηλ.ουσ)
colorificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---