Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolónna, colònna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koˈlonna], [koˈlɔnna] η κολόνα, η στήλη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcolonna [θηλ.] sonora = το σάουντρακ || colonna [θηλ.] vertebrale = η σπονδυλική στήλη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |