Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collutòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kolluˈtɔrjo]

1 γαργάρα
2 στοματικό διάλυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collusivo colluttare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collotorto (ουσ αρσ )
collottola (θηλ.ουσ)
colludere (ρ.αμτβ.)
collusione (θηλ.ουσ)
collusivo (επίθ.)
collutorio (ουσ αρσ )
colluttare (ρ.αμτβ.)
colluttarsi (ρ.μ. (αντων.))
colluttazione (θηλ.ουσ)
colluvie (θηλ.ουσ)
colma (θηλ.ουσ)
colmare (ρ. μτβ.)
colmata (θηλ.ουσ)
colmatura (θηλ.ουσ)
colmo (ουσ αρσ )
colocasia (θηλ.ουσ)
colofone (ουσ αρσ )
colofonia (θηλ.ουσ)
cologaritmo (ουσ αρσ )
colomba (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---