Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollotòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,kɔlloˈtɔrto] 1 ψευδευλαβής 2 θρησκομανής 3 θρησκόληπτος 4 υποκριτής 5 φαρισαὶκός άνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |