Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collotòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kɔlloˈtɔrto]

1 ψευδευλαβής
2 θρησκομανής
3 θρησκόληπτος
4 υποκριτής
5 φαρισαὶκός άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collotipia collottola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colloquiare (ρ.αμτβ.)
colloquio (ουσ αρσ )
collosità (θηλ.ουσ)
colloso (επίθ.)
collotipia (θηλ.ουσ)
collotorto (ουσ αρσ )
collottola (θηλ.ουσ)
colludere (ρ.αμτβ.)
collusione (θηλ.ουσ)
collusivo (επίθ.)
collutorio (ουσ αρσ )
colluttare (ρ.αμτβ.)
colluttarsi (ρ.μ. (αντων.))
colluttazione (θηλ.ουσ)
colluvie (θηλ.ουσ)
colma (θηλ.ουσ)
colmare (ρ. μτβ.)
colmata (θηλ.ουσ)
colmatura (θηλ.ουσ)
colmo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---