Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kolˈloso], [kolˈlozo]

1 κολλώδης
2 ιξώδης
3 μυξώδης
4 γλοιώδης
5 λασπώδης
6 παχύρρευστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collosità collotipia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colloide (ουσ αρσ )
colloquiale (επίθ.)
colloquiare (ρ.αμτβ.)
colloquio (ουσ αρσ )
collosità (θηλ.ουσ)
colloso (επίθ.)
collotipia (θηλ.ουσ)
collotorto (ουσ αρσ )
collottola (θηλ.ουσ)
colludere (ρ.αμτβ.)
collusione (θηλ.ουσ)
collusivo (επίθ.)
collutorio (ουσ αρσ )
colluttare (ρ.αμτβ.)
colluttarsi (ρ.μ. (αντων.))
colluttazione (θηλ.ουσ)
colluvie (θηλ.ουσ)
colma (θηλ.ουσ)
colmare (ρ. μτβ.)
colmata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---