Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcolligiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kolliˈʤano] κάτοικος λόφου colligiàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kolliˈʤano] 1 βουνίσιος 2 ο του λόφου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |