Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collettivìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kollettiˈvista]

οπαδός του κολεκτιβισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collettivismo collettivistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collerico (αρσ. επίθ και ουσ)
colletta (θηλ.ουσ)
collettame (ουσ αρσ )
collettivamente (επίρ.)
collettivismo (ουσ αρσ )
collettivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collettivistico (επίθ.)
collettività (θηλ.ουσ)
collettivizzare (ρ. μτβ.)
collettivizzazione (θηλ.ουσ)
collettivo (ουσ αρσ )
collettivo (επίθ.)
colletto (ουσ αρσ )
collettore (αρσ. επίθ και ουσ)
collettoria (θηλ.ουσ)
collezionare (ρ. μτβ.)
collezione (θηλ.ουσ)
collezionismo (ουσ αρσ )
collezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collidere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---