Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collettorìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kollettoˈria]

1 δημόσιο ταμείο
2 γραφείο ή αξίωμα είσπραξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collettore collezionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collettivizzazione (θηλ.ουσ)
collettivo (ουσ αρσ )
collettivo (επίθ.)
colletto (ουσ αρσ )
collettore (αρσ. επίθ και ουσ)
collettoria (θηλ.ουσ)
collezionare (ρ. μτβ.)
collezione (θηλ.ουσ)
collezionismo (ουσ αρσ )
collezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collidere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collie (ουσ αρσ )
collier (ουσ αρσ )
colligiano (ουσ αρσ )
colligiano (επίθ.)
collimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collimatore (ουσ αρσ )
collimazione (θηλ.ουσ)
collina (θηλ.ουσ)
collinare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---