Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollettorìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kollettoˈria] 1 δημόσιο ταμείο 2 γραφείο ή αξίωμα είσπραξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |