Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollettóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kolletˈtore] 1 ψήκτρα 2 εναλλακτήρας ρεύματος 3 εισπράκτορας 4 βαγονέτο 5 συλλογέας 6 συλλέκτης 7 κύριος αγωγός εξάτμισης μηχανής 8 πολλαπλό σημείο εξάτμισης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |