Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collegàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kolleˈgare]

συνδέω

collegàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kolleˈgarsi]

1 σχετίζομαι
2 συναναστρέφομαι
3 ενώνομαι
4 συνδέομαι
5 συμμαχώ
6 συσχετίζομαι
7 συγχωνεύομαι
8 συνασπίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collegamento collegatario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


collegarsi a Internet = συνδέυομαι με το Ίντερνετ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collazionatore (ουσ αρσ )
collazione (θηλ.ουσ)
colle (ουσ αρσ )
collega (ουσ αρσ και θηλ.)
collegamento (ουσ αρσ )
collegare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
collegarsi (ρ. μ. αμτβ.)
collegatario (ουσ αρσ )
collegato (αρσ. επίθ και ουσ)
collegiale (ουσ αρσ και θηλ.)
collegiale (επίθ.)
collegialità (θηλ.ουσ)
collegialmente (επίρ.)
collegiata (θηλ.ουσ)
collegiato (επίθ.)
collegio (ουσ αρσ )
collenchima (ουσ αρσ )
collera (θηλ.ουσ)
collerico (αρσ. επίθ και ουσ)
colletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---