Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollegaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kollegaˈmento] 1 συναναστροφή 2 σχέση 3 συνένωση 4 σύνδεση 5 σύζευξη 6 σύνδεσμος 7 δεσμός 8 επαφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |