Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kollatˈtsjone] 1 αντιπαραβολή 2 ανάμιξη ποιοτήτων σε παρτίδα 3 σύγκριση 4 αντιπαράθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |