Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcollegialità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kolleʤaliˈta] 1 συλλογική φύση 2 ίση εξουσία καθολικών επισκόπων 3 συλλογικός χαρακτήρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |