Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


collegialménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [kolleʤalˈmente]

1 ομαδικά
2 συντροφικά
3 συλλογικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  collegialità collegiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

collegatario (ουσ αρσ )
collegato (αρσ. επίθ και ουσ)
collegiale (ουσ αρσ και θηλ.)
collegiale (επίθ.)
collegialità (θηλ.ουσ)
collegialmente (επίρ.)
collegiata (θηλ.ουσ)
collegiato (επίθ.)
collegio (ουσ αρσ )
collenchima (ουσ αρσ )
collera (θηλ.ουσ)
collerico (αρσ. επίθ και ουσ)
colletta (θηλ.ουσ)
collettame (ουσ αρσ )
collettivamente (επίρ.)
collettivismo (ουσ αρσ )
collettivista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
collettivistico (επίθ.)
collettività (θηλ.ουσ)
collettivizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---